Αποτελεί τη χειρουργική λύση για την ωτοσκλήρυνση ( αποφρακτικού “Obliterative Otosclerosis” – και όχι κοχλιακού τύπου). H εγχειρητική αποκατάσταση επιλέγεται όταν στο τονικό ακοόγραμμα το χάσμα οστέινης – αέρινης οδού είναι μεγαλύτερο των 25-30 dB στις συχνότητες ομιλίας, με ενδεχόμενη μερική σύγκλιση του χάσματος στα 2 KHz (εντομή του Carhart). Η δοκιμασία Rinne με τη χρήση τονοδότη στο πάσχων ους πρέπει να είναι αρνητική.
Η σύγχρονη χειρουργική τεχνική αποσκοπεί στη διάνοιξη με όσο το δυνατόν ατραυματικό τρόπο μικρής οπής στη βάση του αναβολέα (αναβολοτομή) και όχι αφαίρεση όλης της βάσης ή τμήματος αυτής (αναβολεκτομή ή ημιαναβολεκτομή).
Με ενδοκαναλική ή ενδοωτιαία προσπέλαση αρχικώς αναπτύσσουμε τυμπανοδερματικό κρημνό στο οπίσθιο τοίχωμα του έξω ακουστικού πόρου.
Μετά την είσοδο στο μέσο ους και με προσπάθεια διάσωσης της χορδής του τυμπάνου δημιουργούμε χειρουργικό πεδίο απρόσκοπτης πρόσβασης στην ωοειδή θυρίδα μετά την αφαίρεση όσο το δυνατόν μικρότερου τμήματος του οστέινου άνω – οπίσθιου τοιχώματος του έξω ακουστικού πόρου. Είναι σημαντικό να επιβεβαιώσουμε και διεγχειρητικά την αγκύλωση μόνον του οσταρίου του αναβολέα πριν προχωρήσουμε στα επόμενα στάδια της επέμβασης.
Σε περίπτωση αγκύλωσης άλλων οσταρίων – γεγονός πολύ σπάνιο – τροποποιούμε ανάλογα την επέμβασή μας επιλέγοντας την κατάλληλη μέθοδο οσταριοπλαστικής. Μετά την απεξάρθρωση της ακμονοαναβολικής διάρθρωσης, τέμνουμε τον τένοντα του μυός του αναβολέα. Κατόπιν προβαίνουμε σε κάταγμα των σκελών του αναβολέα και αφαίρεση της υπερκατασκευής του. Ακολούθως, δημιουργούμε ατραυματικά μικρή οπή (συνήθως διαμέτρου 0.6 ή 0.7 mm) στη βάση του αναβολέα και τοποθετούμε την κατάλληλη πρόθεση, που τελικώς λειτουργεί όπως ένας φυσιολογικός αναβολέας.
Επανατοποθετούμε στη θέση του τον τυμπανοδερματικό κρημνό και τοποθετούμε απορροφήσιμο υλικό σπόγγου στον έξω ακουστικό πόρο.
Άμεσα μετεγχειρητικά προβλήματα αποτελούν η διαταραχή της γεύσης – ήπια ξηρότητα στόματος, που συνήθως αποκαθίσταται αυτόματα εντός ολίγων εβδομάδων. Σε λίγους ασθενείς παρατηρείται μικρής έντασης λαβυρινθική διαταραχή με ζάλη – ίλιγγο για λίγες ημέρες, που αντιμετωπίζεται κατά το πλείστον των περιπτώσεων συντηρητικά. Η χειρότερη επιπλοκή αποτελεί η σοβαρού βαθμού νευροαισθητηριακού τύπου βαρηκοΐα ή κώφωση σε ποσοστό μικρότερο από 1% των ασθενών αγνώστου αιτιολογίας ή λόγω ανάπτυξης επανορθωτικού κοκκιώματος.